τοκόσημο

τοκόσημο
το, Ν
(οικον.) φορόσημο για την είσπραξη τών φόρων επί τών τόκων ενός τίτλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + σήμα (πρβλ. οικό-σημο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”